- λυγερόκορμος
- -η, -οαυτός που έχει λυγερό κορμί, ο κομψός: Λυγερόκορμα κορίτσια μάζευαν τα φρούτα από τα δέντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαθάτος — η, ο, / σπαθᾱτος, άτη, ον, ΝΜ το αρσ. ως ουσ. ο σπαθάτος (στο Βυζ.) ο σπαθάριος νεοελλ. 1. αυτός που φέρει σπαθί 2. αξιωματικός 3. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, λυγερόκορμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + κατάλ. ᾶτος (πρβλ. κονταρ ᾶτος)] … Dictionary of Greek